- στουπωτήρι
- το, Ντο στυπόχαρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στουπώνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. σουρω-τήρι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στουπωτήρι — το στουπόχαρτο, ταμπόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπόν — το, Ν 1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα 2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι 3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που… … Dictionary of Greek